- ψαλμῳδῶ
- ψαλμῳδόςpsalmistmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαλμωδώ — ψαλμῳδῷ, έω, ΝΜΑ [ψαλμωδός] ψάλλω εκκλησιαστικούς ύμνους νεοελλ. συνθέτω ψαλμούς αρχ. (κυρίως παθ.) ψαλμῳδοῡμαι, έομαι άδομαι ως ψαλμός … Dictionary of Greek
ψαλμῳδῷ — ψαλμῳδός psalmist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλμώδημα — τὸ, Μ [ψαλμῳδῶ] το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους … Dictionary of Greek
ψαλτωδώ — έω, Α [ψαλτῳδός] ψαλμωδώ … Dictionary of Greek